- πένητι
- πένηςone who works for his livingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… … Hofmann J. Lexicon universale
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
συμβαπτίζω — ΜΑ 1. βαπτίζω κάποιον μαζί με άλλον («μὴ ἀπαξιώσης συμβαπτισθῆναι πένητι», Γρηγ. Ναζ.) 2. βαπτίζω κάποιον ώστε να τον ενσωματώσω στην πίστη τής Εκκλησίας («τὴν καλὴν παρακαταθήκην... ταύτην πιστεύω... ταύτη καὶ συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
πένητ' — πένητα , πένης one who works for his living masc acc sg πένητι , πένης one who works for his living masc dat sg πένητε , πένης one who works for his living masc nom/voc/acc dual πένηται , πένομαι toil pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)